- ἐπίταγμα
- ἐπίταγμαinjunctionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… … Dictionary of Greek
τοὐπίταγμα — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίταγμ' — ἐπίταγμα , ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταγμάτων — ἐπίταγμα injunction neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάγμασι — ἐπίταγμα injunction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάγμασιν — ἐπίταγμα injunction neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάγματα — ἐπίταγμα injunction neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάγματι — ἐπίταγμα injunction neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάγματος — ἐπίταγμα injunction neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek